- αμπάλωτος
- -η, -ο [μπαλώνω]1. (για ενδύματα ή υποδήματα) αυτός που δεν μπαλώθηκε, δεν επιδιορθώθηκε στο σημείο που είχε σκιστεί ή ανοίξει2. αυτός που δεν παίρνει μπάλωμα3. αυτός που δεν μπορείς να τόν δικαιολογήσεις, να τόν συγκαλύψεις.
Dictionary of Greek. 2013.